κυματοτρόφος

κυματοτρόφος
κυματοτρόφος, -ον (Α)
(για τη θάλασσα) αυτός που τρέφει τα κύματα («οἷον εἰ μέλλων εἰπεῑν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. γενειο-τρόφος, ιερακο-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ., κατ' αντίθεση προς το προπαροξύτονο κυματό-τροφος, τού οποίου η σημ. είναι παθητική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυματότροφος — κυματότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφεται από τα κύματα τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ασπιδό τροφος, γλαγό τροφος. Βλ. και κυματοτρόφος] …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”